- Συραιγύπτιος
- Σῠραιγύπτιος, α, ον,A Syro-Egyptian, PTeb.814.42 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συραιγύπτιος — ία, ον, Α 1. Σύρος που κατοικεί στην Αίγυπτο 2. Αιγύπτιος καταγόμενος από τη Συρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύρος + Αἰγύπτιος] … Dictionary of Greek